λατυπογενής

λατυπογενής
-ές
αυτός που προέρχεται ή αποτελείται από λατύπες, λατυποπαγής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατύπη + -γενής (< γένος), πρβλ. γη-γενής, θεο-γενής. Η λ. μαρτυρείται από το 1873 στον Αιμίλιο Νοννότη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • γένος — Όρος που χρησιμοποιείται στη ζωολογία και στη βοτανική για να προσδιορίσει τη συστηματική ταξινόμηση, ενώ στη γλωσσολογία αναφέρεται στη μορφολογική κατηγοριοποίηση των ονομάτων (ουσιαστικών, επιθέτων, αντωνυμιών, άρθρων, μετοχών) σε αρσενικά,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”